μαλακωσιά

μαλακωσιά
η [μαλακώνω]
τόπος μαλακός για να καθήσει ή για να ξαπλώσει κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλακωσιά — η στρώμα ή έδαφος που είναι μαλακό: Ξάπλωσε στη μαλακωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θολωσιά — η η ενέργεια τού θολώνω, το θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολώνω (πρβλ. αγκυλωσιά, ακαμωσιά, μαλακωσιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”